- νεοκηδής
- νεοκηδής, -ές (Α)(ποιητ. τ.) αυτός που έχει πληγεί από πένθος πρόσφατα.[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + -κηδής (< κῆδος «φροντίδα»), πρβλ. φιλο-κηδής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… … Dictionary of Greek
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek
νεοκηδέι — νεοκηδέϊ , νεοκηδής whose grief is fresh dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)